κερδίον

κερδίον
κερδαίνω
gain
pres part act masc voc sg (doric)
κερδαίνω
gain
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέρδιον — κερδαίνω gain imperf ind act 3rd pl (doric) κερδαίνω gain imperf ind act 1st sg (doric) κέρδῑον , κερδίων more profitable masc/fem voc comp sg κέρδῑον , κερδίων more profitable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδίων — κερδίων, κέρδιον (Α) επικερδέστερος, ωφελιμότερος, συμφερότερος («ἐμοὶ δὲ κε κέρδιον εἴη σεῡ ἀφαμαρτούση χθόνα δύμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως συγκριτικός βαθμός τού επιθ. κερδαλέος] …   Dictionary of Greek

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”